- ανοιχτός
- -ή, -ό (AM ἀνοικτός, -ή, -όν)ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστόςνεοελλ.1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί4. (για φυτά) ανθισμένος5. (για ενδύματα) αυτός που έχει μεγάλο άνοιγμα6. (για πληγές) ανεπούλωτος7. αυτός που χάσκει, ακάλυπτος8. μτφ. ανοιχτόκαρδος, ειλικρινής, εύθυμος, φιλόξενος9. (για χρώματα) ανοιχτόχρωμος, όχι σκούρος10. (για λογαριασμούς) αυτός που δεν εξοφλείται μέσα στην ορισμένη προθεσμία11. αυτός που δεν μπορεί να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του, οφειλέτης12. (για όρμους, ακτές, υψώματα) εκτεθειμένος στους ανέμους13. φρ. «μένω με το στόμα ανοιχτό» — δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη«έχω ανοιχτά τα μάτια μου (ή τ’ αφτιά μου)» δίνω μεγάλη προσοχή«δέχομαι κάποιον με ανοιχτές αγκάλες» — δέχομαι κάποιον με πολλή αγάπη και φιλόξενη διάθεση«παίζω με ανοιχτά χαρτιά» — αποκαλύπτω τις πραγματικές μου προθέσεις«όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά» — όσο ζω«ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα» ειρων.δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για να γίνει κάτι«έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί» (με απειλητική διάθεση)έχουμε να λύσουμε διαφορές που υπάρχουν ανάμεσά μας ανοιχτά κ. ανοικτά επίρρ.1. με τρόπο ανοιχτό2. μακριά από την ακτή, στο πέλαγος3. χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές («του μίλησα ανοιχτά»)4. σε απόσταση, μακριά5. (για χρηματιστηριακές πράξεις) χωρίς αντίκρυσμα6. φρ. «ζω ανοιχτά» — είμαι σπάταλος, ξοδεύω πολλά«παίζει ανοιχτά» — παίζει μεγάλα χρηματικά ποσά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίγω.ΠΑΡ. νεοελλ. ανοικτά, ανοιχτοσύνη.ΣΥΝΘ. (α’ συνθ.) νεοελλ. ανοικτόχειλος, ανοικτόχρους, ανοιχτόκαρδος, ανοιχτοκουταλάτος, ανοιχτοκουτελάτος, ανοιχτομάτης, ανοιχτόμυαλος, ανοιχτοσπίτης, ανοιχτοφρύδης, ανοιχτοχέρης, ανοιχτόψυχος(β’ συνθ.) νεοελλ. αδιάνοικτος, διάνοικτος, ημιάνοικτος, ολάνοικτος, ορθάνοικτος].
Dictionary of Greek. 2013.